- ἁγιώδως
- ἁγιώδως, Adv.A in sacred manner: [comp] Sup. -έστατα dub. in Ph.1.675.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγιώδης — ἁγιώδης, ες (Α) [ἅγιος] 1. ο άγιος 2. επίρρ. ἁγιωδῶς κατά τρόπο άγιο, ιερό … Dictionary of Greek